- ισχνοφωνία
- η (Α ἰσχνοφωνία και ιων. τ. ίσχνοφωνίη) [ισχνόφωνος]1. άτονη, λεπτή, σιγανή φωνή2. αδυναμία στην έκφραση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσχνοφωνία — ἰσχνοφωνίᾱ , ἰσχνοφωνία hesitancy of speech fem nom/voc/acc dual ἰσχνοφωνίᾱ , ἰσχνοφωνία hesitancy of speech fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνοφωνίας — ἰσχνοφωνίᾱς , ἰσχνοφωνία hesitancy of speech fem acc pl ἰσχνοφωνίᾱς , ἰσχνοφωνία hesitancy of speech fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνοφωνίαν — ἰσχνοφωνίᾱν , ἰσχνοφωνία hesitancy of speech fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνοφωνίην — ἰσχνοφωνία hesitancy of speech fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)